Translate

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 13 Δεκεμβρίου 1943.


Καλάβρυτα του Πέτρου Ανταίου

ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ, 13 Δεκεμβρίου 1943.

Μια από τις πιο μαύρες μέρες της χιτλεροφασιστικής κατοχής. Οι ναζί κατακτητές παραδίδουν στις φλόγες την πανέμορφη, ιστορική κωμόπολη και εξοντώνουν όλο τον άρρενα πληθυσμό από 14 χρόνων και πάνω. 1.104 είναι τα αθώα θύματα!
Εκείνη την ομιχλώδη, παγερή μέρα οι χιτλερικοί, εφαρμόζοντας το απάνθρωπο δόγμα τους της συλλογικής ευθύνης, διέπραξαν ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματά τους εναντίον του λαού μας.
Ο Χίτλερ, στις 16 Δεκεμβρίου 1942, προεδρεύοντας σε συμβούλιο επιτελών του (Κάιτελ, Γιοντλ, Μπόρμαν κ.ά.), το οποίο επεξεργάστηκε τον πολεμικό κανονισμό της κατοχής, υπαγόρευε: «Πρέπει το σπίτι (του πολίτη από τον άμαχο πληθυσμό) να καεί συν γυναιξί και τέκνοις...

 Με στρατιωτική υψηλοφροσύνη ή με τη συνθήκη της Γενεύης ο αγών αυτός δεν έχει πλέον καμίαν σχέσιν... Ως εκ τούτου ο στρατός δικαιούται να χρησιμοποιεί εις τον αγώνα αυτόν κάθε μέσον και εναντίον γυναικών και παιδιών, αρκεί να εξασφαλίζεται δι’ αυτού η επιτυχία...» Αυτός ο πολεμικός κανονισμός του Χίτλερ καταργούσε το Διεθνές Πολεμικό Δίκαιο της Γενεύης και τη Συνθήκη της Χάγης του 1907 και παρείχε απόλυτη ασυδοσία στους δήμιους των κατεχομένων χωρών.

Και εκείνοι, λυσσώντας για τις πολεμικές τους αποτυχίες και τα πλήγματα της Αντίστασης, ξεσπούσαν με θηριώδη μανία κατά του άμαχου πληθυσμού, αφήνοντας πίσω τους ποταμούς αιμάτων και φοβερά ολοκαυτώματα.
Το φθινόπωρο του 1943 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ κατήγαγαν μια σειρά νίκες κατά των ναζί στην Πελοπόννησο.
Στις 20 Οκτωβρίου στην Κερπινή, κοντά στα Καλάβρυτα, υπέστησαν πανωλεθρία. Διλοχία τους διαλύθηκε με μεγάλες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες και οι αντάρτες έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και τραυματίες, τους οποίους περιέθαλψαν οι Καλαβρυτινοί.

Η διοίκηση των τοπικών τμημάτων του ΕΛΑΣ ζήτησε επίσημα από τη γερμανική διοίκηση να σταματήσει τις εκτελέσεις ομήρων, προκειμένου να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους. Αν όμως συνέχιζαν, τους προειδοποιούσε ότι θα εκτελούντο οι αιχμάλωτοι. Οι ναζί συνέχισαν με μεγαλύτερη ακόμα μανία τις θηριωδίες τους.

Στο ιστορικό μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου εκτέλεσαν 21 μοναχούς, 16 από τους οποίους κατακρήμνησαν από τα βράχια. Διαδόθηκε τότε ότι οι χιτλερικοί θα έκαιγαν τα Καλάβρυτα.
Η οργάνωση του ΕΑΜ ειδοποίησε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την κωμόπολη.
Οι Γερμανοί όμως, που κατέφθαναν από τις 9 ως τις 13 Δεκεμβρίου στην πόλη, ενώ είχαν καταστρώσει ήδη με τη γνωστή μεθοδικότητά τους ως την τελευταία λεπτομέρεια το φριχτό έγκλημα, εξαπάτησαν τον πρόεδρο της κοινότητας και καθησύχαζαν και με το λόγο της στρατιωτικής τους «τιμής» τους κατοίκους.

Το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου άρχισαν να χτυπούν μανιασμένα οι καμπάνες. Με κήρυκα καλούσαν όλους, με την απειλή εκτέλεσης, να συγκεντρωθούν στο σχολείο. Εκεί ξεχώρισαν όλες τις γυναίκες και τα αγόρια κάτω των 14 χρόνων, γεμίζοντας ασφυκτικά μια μικρή αίθουσα. Τους άντρες τους έβγαλαν κρυφά και τους συγκέντρωσαν στα ριζά των λόφων, στη θέση «Λάκκα του Καππή», επτακόσια μέτρα ψηλότερα από το νεκροταφείο.
Τους τοποθέτησαν αμφιθεατρικά, ώστε να βλέπουν τα σπίτια τους που άρχισαν να καίγονται. Πίσω απ’ τις πλάτες τους τα πολυβόλα και τα μυδράλλια περίμεναν το παράγγελμα για ν’ αρχίσουν το μακελειό.

 Κι όμως, η ελπίδα δεν εγκατέλειπε τους μελλοθάνατους. Τους είχαν εξαπατήσει λέγοντας να πάρουν μαζί τους από μια κουβέρτα κι ένα καρβέλι ψωμί. Έλπιζαν λοιπόν να τους έπαιρναν ομήρους.
Δύο φωτοβολίδες από το ξενοδοχείο του Δαλιάνη έδωσαν το σύνθημα της σφαγής... Πυρ!... Πάνω από μια ώρα κροτάλιζαν οι ριπές. Δεν θερίζονται εύκολα 800 λεβοντόκορμοι άντρες.
Άλλους 304 σκότωσαν από τα γύρω χωριά. Οι σκοτωμένοι έπεφταν επάνω στους λαβωμένους αλλά ζωντανούς και τους σκέπαζαν.
Τότε ένα ειδικό τμήμα από 30 αξιωματικούς, μ’ επικεφαλής τον αρχιδήμιο ΤΕΝΕΡ, που έφερε, για την περίπτωση, τρία πιστόλια στη ζώνη του, αρχίζουν ν’ αποτελειώνουν με χαριστικές βολές στο κεφάλι τους εκτελεσμένους...

Βρεθήκαμε σ’ αυτόν τον κρανίου τόπο, τη Λάκκα του Καππή, με το συχωρεμένο σκηνοθέτη Αντώνη Βογιάζο, όταν γυρίζαμε το Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης, μαζί μ’ έναν από τους ελάχιστους που επέζησαν, τον Νίκο Φερλελή, ακούσαμε και καταγράψαμε στην ταινία, ριγώντας, την αφήγησή του:
 «Εκεί που καθόμασταν στη λάκκα όλοι οι άντρες, μας έκαναν νόημα να σηκωθούμε. Και μόλις έπεσαν οι φωτοβολίδες άρχισαν να μας “θερίζουν” με τα μυδράλλια.
Όταν πέσαμε όλοι, πλησίασαν οι Γερμανοί με τα πόδια να βουλιάζουν στο αίμα και σ’ έναν- έναν έδιναν τη χαριστική βολή. Εγώ είχα μείνει ζωντανός. Δύο αδέρφια ακόμα και κάποιοι άλλοι δίπλα μου.
Μια-μιάμιση ώρα είχε κρατήσει η εκτέλεση κι άλλες δύο και περισσότερο η χαριστική βολή. Είχα ένα γείτονα που ζούσε ακόμα και μου λέει: “ Έρχεται η σειρά μας”.
Εμένα είχε πιαστεί η αναπνοή και δεν μπορούσα να μιλήσω. Φτάνουν σε μας, δίνουν δύο πιστολιές στο γείτονά μου, στο κεφάλι τον αποτέλειωσαν. Πετάχτηκαν τα αίματά του απάνω μου.

Εμένα, όπως είχα το χέρι στο κεφάλι, μου δίνουν μια πιστολιά, η σφαίρα τρύπησε το χέρι μου και με λάβωσε στο μέτωπο. Λέω: “Πάλι τη γλίτωσα. Δεν πέθανα”. Μετά από καμιά δεκαριά λεπτά, έρχεται άλλος, με γραπώνει απ’ το γιακά, μου γυρίζει το πρόσωπο και μου δίνει άλλη μια πιστολιά. Να, εδώ, στην κορφή. Έμεινα για λίγο αναίσθητος. Είχα μουδιάσει ολόκληρος. Τέλος φύγανε.

Ανασηκώθηκα τότε ανάμεσα στους σκοτωμένους, κοιτάω και βλέπω από κείνο το δρομάκι εκεί ερχόταν η μάνα μου. Μου λέει: “Πού είναι οι άλλοι;” Είχα άλλα δύο αδέρφια, τον Βασίλη και τον Κίμωνα. Βρήκαμε τον έναν, ύστερα και τον άλλον σκοτωμένους.

Έφυγα από ’κεί, και θυμάμαι πάταγα μες στο αίμα και το πόδι μου βούλιαζε ως το γόνα. Το αίμα κύλαγε ποτάμι, είχε φτάσει ως κάτω στο δρόμο...» Πολλά σπίτια έχασαν τρεις και τέσσερις άντρες.
Του μπαρμπα-Πανάγου του Παναγούτσικου σκοτώθηκαν και τα τέσσερά του παιδιά. Με κείνον πέντε. Και με το γαμπρό του τον Ευελπίδη, έξι.
Μια Καλαβρυτινή, η Ελευθερία της θεια Γιώτας, που ανηφόρισε απ’ τις πρώτες στη Λάκκα, είδε τόσα χυμένα μυαλά ένα γύρο, που δεν βάσταξε. Βρήκε έναν τενεκέ, τον γέμισε και τα ’θαψε χωριστά.

Την ίδια εκείνη ώρα στο σχολείο, με ανατριχιαστική υπόκρουση τη χλαπαταγή απ’ τη φωτιά που λυσσομανούσε σ’ όλη την πόλη και τις ριπές της εκτέλεσης, τα γυναικόπαιδα κι οι γέροντες προσεύχονταν σε εικόνες που είχαν φέρει απ’ τα σπίτια τους.
Ξάφνου, όταν άρχισε να καίει τις πατούσες το πάτωμα ζεσταμένο από τη φωτιά που είχαν βάλει οι ναζί στο υπόγειο του σχολείου, τα γυναικόπαιδα ρίχτηκαν ξετρελαμένα πάνω στην κλειδομανταλωμένη πόρτα και την έσπασαν. Άλλοι λένε πως κάποιος Αυστριακός ή Αλσατός φρουρός την άνοιξε κι οι χιτλερικοί τον σκότωσαν επιτόπου.

Τα γυναικόπαιδα, που σύμφωνα με το σχέδιο έπρεπε να καούν για να μη μείνει ψυχή ζωντανή από τα Καλάβρυτα, σώθηκαν.
Ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φεφές, δεκατετράχρονο παιδί τότε, που σώθηκε, στο βιβλίο του Καλάβρυτα δίνει συγκλονιστικές σκηνές απ’ ό,τι επακολούθησε.
Στο γιαπί του νοσοκομείου, όπου απάγγιασαν τα γυναικόπαιδα μετά την έξοδο απ’ το σχολείο, τα παιδιά δεν σταματούσαν το κλάμα. Τότε ο μικρός Φεφές τους είπε: «Σωπάστε, παιδιά, μην κάνετε έτσι. Όλοι ορφανά είμαστε !…».

Με το ξημέρωμα της επομένης, τα παιδιά ένιωσαν την πείνα τους. Τότε η Κελαηδήνενα, που της είχαν σκοτώσει τρία παιδιά και τον άντρα, τους έδωσε ένα σταρένιο ζυμωτό καρβελάκι.«Είναι του Νίκου μου... Εκείνο το άμοιρο δεν το ’φαγε». «Άρχισα να το κόβω και να το μοιράζω», γράφει ο αρχιμανδρίτης Φεφές. «Για τον εαυτό μου κράτησα το βρεμένο. Άρχισα να το τρώγω με βουλιμία.

Τότε κατάλαβα. Ανατρίχιασα. Ήταν ποτισμένο με το αίμα των σκοτωμένων. Αυτή τη μεταλαβιά δεν θα την ξεχάσω...» Πράξεις της τραγωδίας που συνεχίστηκε ήταν το κουβάλημα των νεκρών στις πλάτες των γυναικών στο νεκροταφείο, το σκάψιμο στην πέτρινη παγωμένη γη και με τα νύχια ακόμα, γιατί τα σκαπανικά είχαν λιώσει, για την ταφή των νεκρών. Κι η πάλη με τα αγριεμένα απ’ την πείνα σκυλιά, που ξέθαβαν κι έτρωγαν τις νύχτες τους νεκρούς...

Οι Καλαβρυτινές χήρες, μάνες, αδερφές, αρραβωνιαστικές κινδύνεψαν να τρελαθούν απ’ το σπαραγμό. «17 Δεκέμβρη 1943», γράφει στο βιβλίο της Φύλλα Κατοχής η Ιωάννα Τσάτσου.

«Σαν χορός αρχαίας τραγωδίας άρχισαν να μπαίνουν στο γραφείο μας σ’ ατέλειωτη σειρά γυναίκες μαυροφορεμένες.
Τα πρόσωπά τους ήταν μαρμαρωμένα, ακίνητες με μιαν ομαδική, ομοιόμορφη έκφραση νέκρας, που δεν είχα ποτέ μου ξαναδεί.

Η πρώτη μίλησε με κόπο: “Ερχόμαστε απ’ τα Καλάβρυτα. Δεν είμαστε όλες. Οι περισσότερες έμειναν εκεί…”
Όταν ακούσαμε Καλάβρυτα, ανατριχιάσαμε…» Δεν τρελάθηκαν όμως. Συμμάζεψαν τα κουρέλια των ψυχών τους.
Πάλεψαν σκληρά μόνες τους. Ανάστησαν τα παιδιά τους που επέζησαν και τα πρόσφεραν άξιους πολίτες στην πατρίδα.
Έχτισαν τα Καλάβρυτα. Έδωσαν ένα αιώνιο παράδειγμα καρτερίας της Ελληνίδας. Της Ελλάδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου